-
1 ἄλκιμος
ἄλκιμος, ον, das fem. Soph. ἁ Διὸς ἀλκίμα ϑεός Ai. 395 ch., stark, muthig, Hom. oft, Τρῶες Il. 11, 483, ἀνήρ 17, 177 u. sonst; ἄλκιμον ἦτορ Herzhaftigkeit 5, 529; Iliad. 15, 570 οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν, οὔτε ποσὶν ϑάσσων οὔτ' ἄλκιμος ὡς σὺ μάχεσϑαι; Od. 10, 553 οὔτε τι λίην ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς; Od. 22, 232 ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; auch von den Waffen, z. B. ἔγχος Iliad. 3, 338, δοῠρε 11, 43; – ἦτορ ἄλκιμον Pind. N. 8, 24; Διὸς ἄλκιμος υἱός Ol. 11, 46; vgl. Hes. Sc. 320 Th. 26; Soph. Tr. 952; Theocr. 25, 42; μάχη ἄλκιμος Eur. Heracl. 678; ἄλκιμοι ἐν μάχῃ, ἐν χοροῖς Ar. Vesp. 1080; λέοντες Philem. Stob. Floril. 2, 27. Auch in Prosa, Her. oft von Völkern, auch compar. ἀλκιμώτερος τῶν προγόνων 1, 103; ἄλκιμος τὰ πολέμια, zum Kriege tüchtig, streitbar, 3, 4; ϑηρία εἰς ἀλκὴν ἄλκιμα 3, 110; ἄλκιμοι πρὸς τοὺς ἐναντίους Xen. Cyr. 1, 4, 22, ἀλκιμωτέρους Mem. 3, 5, 3. Sprichwörtlich πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, von alter vergangener Herrlichkeit, Ar. Pl. 1002. 1075.
-
2 αλκιμος
мужественный, храбрый, отважный(ἦτορ Hom., Pind.; Διὸς υἱός Pind., Hes., Soph., Theocr.; μάχη Eur.; νεανίαι Plut.; πρὸς τοὺς ἐναντίους Xen.)
πάλαι ποτ΄ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι погов. Arph. — в старину и милетцы были храбрецами ( о былом величии) -
3 ἄλκιμος
A stout, brave, of men and things, Τρῶες, ἔγχος, δοῦρε, Il.11.483, 3.338, Od.22.125;ἦτορ Callin. 1.10
;θυμός Tyrt.10.17
;νέκυς Pi.Pae.6.98
;δράκων Epich.60
: [comp] Comp.- ώτερος Hdt.1.79
, 103, Arist.HA 607a11, etc.: [comp] Sup. , Plb.6.5.9;ἄ. τὰ πολεμικά Hdt.3.4
; ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα ib. 110;ἄ. μάχη E.Heracl. 683
:—prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι `times are changed', Anacr.85, Ar.Pl. 1002, Philostr.VS1.22.4:—less common in Prose, Pl.R. 614b (with play on Ἀλκίνου), Arist.HA 628b6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλκιμος
-
4 Μιλήσιος
A the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι M. Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also [full] Μῑλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; -κά, τά, title of work by Aristides:—pecul. fem. [full] Μῑλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μιλήσιος
См. также в других словарях:
πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα … Dictionary of Greek